Στο συρτάρι επιδιώκεται να παραμείνει και το 2018 ο φόρος υπεραξίας στις μεταβιβάσεις ακινήτων και μέχρι την τελευταία στιγμή το οικονομικό επιτελείο θα διεκδικήσει από τους δανειστές την παράταση της αναστολής του μέτρου, με βασικό επιχείρημα τον κίνδυνο της περαιτέρω ύφεσης στην αγορά .

Η υπεραξία που απέκτησαν πολλά από τα ακίνητα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα έργα υποδομής. Από την ''προίκα'' αυτή διεκδικεί μερίδιο, μέσω του φόρου υπεραξίας ,το δημόσιο. Μόνο που αυτή η ''προίκα'' στα χρόνια της κρίσης τείνει να εξαφανιστεί…

Του Νίκου Γρυλλάκη

Ο φόρος αυτός υπολογίζεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του κώδικα φορολογίας εισοδήματος και θα επιβάλλεται με συντελεστή 15% στο κέρδος που προκύπτει ανάμεσα στην τιμή κτήσης και την τιμή πώλησης κάθε ακινήτου. Ο φόρος θα επιβαρύνει τον πωλητή του ακινήτου, ενώ ο αγοραστής θα οφείλει φόρο μεταβίβασης 3% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου. 
-Εφόσον ο φορολογούμενος έχει διακρατήσει το ακίνητο που πουλάει για πέντε τουλάχιστον έτη από τη στιγμή της απόκτησής του, η υπεραξία θα είναι αφορολόγητη μέχρι του ποσού των 25.000 ευρώ.
-Όσοι μεταβιβάσουν ακίνητα τα οποία έχουν στην κατοχή τους πριν από το 1995, θα απαλλάσσονται από το φόρο υπεραξίας.
-Η τελική υπεραξία επί της οποίας θα υπολογίζεται ο φόρος θα προσδιορίζεται με βάση ποσοστιαίους συντελεστές απομείωσης, κλιμακούμενους ανάλογα με τα έτη διακράτησης του ακινήτου (από 98,2% για δύο χρόνια διακράτησης έως 60% για περισσότερα από 25).

Ως τιμές κτήσης και μεταβίβασης θα λαμβάνονται αυτές που αναγράφονται στα συμβόλαια, ενώ εάν πρόκειται για ακίνητο το οποίο έχει αποκτηθεί από κληρονομιά, η τιμή κτήσης θα υπολογίζεται με βάση το φόρο κληρονομιάς που είχε καταβληθεί (το ίδιο και για τις δωρεές - γονικές παροχές).
Σε κάθε άλλη περίπτωση που η τιμή κτήσης δεν μπορεί να προκύψει με βάση δημόσια έγγραφα (όπως π.χ. αυτεπιστασία ή αντιπαροχή), θα υπολογίζεται με βάση ένα μαθηματικό τύπο, ο οποίος λαμβάνει υπ’ όψιν τον πληθωρισμό των ετών που έχουν μεσολαβήσει ανάμεσα στην απόκτηση και την πώληση. Ο τύπος θα έχει ως εξής: τιμή κτήσης = τιμή μεταβίβασης επί το Δείκτη Τιμών Κατοικιών του έτους κτήσης δια του ΔΤΚατ του προηγουμένου της μεταβίβασης έτους. Ο Δείκτης Τιμών Κατοικιών δημοσιεύεται κάθε χρόνο από την Τράπεζα της Ελλάδος» τόνισε.

Οι φορολογούμενοι πρέπει να προσέξουν ιδιαίτερα το γεγονός ότι, εάν προχωρήσουν σε τρεις πωλήσεις ακινήτων σε χρονικό διάστημα δύο ετών, τότε με βάση τις διατάξεις του άρθρου 21 του κώδικα φορολογίας εισοδήματος η υπεραξία που προκύπτει, η διαφορά δηλαδή της τιμής πώλησης με την τιμή κτήσης, δε θα φορολογηθεί με 15% όπως προκύπτει από τις διατάξεις του φόρου υπεραξίας ακινήτων, αλλά με βάση τις διατάξεις του άρθρου 21 του κώδικα φορολογίας εισοδήματος, όπου ο συντελεστής κυμαίνεται από 22% έως 45% ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος και με επιπλέον προκαταβολή φόρου 100%.

Δηλαδή, όποιος πωλήσει τρία ακίνητα μέσα σε χρονικό διάστημα δύο ετών, θεωρείται από την εφορία ως επιχειρηματίας και η υπεραξία από την πώληση των ακινήτων του λαμβάνεται υπ’ όψιν ως κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα, το οποίο φορολογείται με την κλίμακα φορολογίας εισοδήματος των ελεύθερων επαγγελματιών.