Το δικτατορικό καθεστώς Πινοσέτ, έμεινε στην ιστορία για την «ευρηματικότητά» τους στις διώξεις, τις εξαφανίσεις και τους βασανισμούς εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών. Σήμερα, που είναι η επέτειος του πραξικοπήματος που ανέτρεψε τον σοσιαλιστή Σαλβαντόρ Αλλιέντε, το Ασφαλιστικό «πείραμα» της Χιλής γίνεται επίκαιρο και πάλι, όχι για τα επιτεύγματά του, αλλά γιατί η Νέα Δημοκρατία θεωρεί ότι είναι το καλύτερο (παγκοσμίως, ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Καραγκούνης) Ασφαλιστικό Σύστημα.

Του Ανδρέα Πετρόπουλου

Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα της Χιλής έχει οδηγήσει το 80% των απόμαχων της εργασίας σε μια σύνταξη 450 δολαρίων (κάτι σαν αντίστοιχη εθνική σύνταξη για ανασφάλιστους - άπορους) και τους υπόλοιπους σε πρωτοφανή εξαθλίωση. Πριν δύο χρόνια στις 21 Αυγούστου 2016 περισσότεροι από 500.000 εργαζόμενοι και συνταξιούχοι απαίτησαν τη δημιουργία δημόσιων ασφαλιστικών ταμείων, όπως ήταν πριν από 35 χρόνια όταν η χούντα του δικτάτορα Αουγκούστο Πινοσέτ ιδιωτικοποίησε την κοινωνική ασφάλιση.

Οι επικουρικές θα μειωθούν ακόμα περισσότερο

Ένας από τους πλέον ειδικούς στα Ασφαλιστικά θέματα, ο καθηγητής Σάββας Ρομπόλης μιλώντας χθες στο ραδιοφωνικό σταθμό News 24/7 σχολιάζοντας την πρόταση Μητσοτάκη για κεφαλαιοποιητικό ασφαλιστικό, χαρακτήρισε αποτυχημένο το Ασφαλιστικό της Χιλής. «Το μοντέλο αυτό το είδαμε και στις ΗΠΑ επί Ομπάμα και η ασφαλιστική λόγω της κρίσης δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει με αποτέλεσμα η αμερικανική κυβέρνηση να της χορηγήσει ένα τεράστιο δάνειο 85 δισ. για να μην καταρρεύσει». Όπως διευκρίνισε, σε όλες τις χώρες της Ένωσης υπάρχει με βάση τη νομοθεσία η κύρια σύνταξη, η επικουρική και η προαιρετική (δηλαδή τα επαγγελματικά ταμεία). «Αν κατάλαβα καλά, αυτό που συζητείται στην Ελλάδα είναι η επικουρική να πάει προς τις ασφαλιστικές εταιρίες» είπε, συμπληρώνοντας ότι «οι επικουρικές θα μειωθούν ακόμη περισσότερο εάν περάσουν στις ασφαλιστικές».

Εισφορές 141 δισ. ευρώ σε 6 ασφαλιστικά μονοπώλια

Το ασφαλιστικό μοντέλο στη Χιλή λειτουργεί ως εξής: α) Ο πρώτος πυλώνας είναι η «εθνική σύνταξη», που καλύπτεται απ’ τη γενική φορολογία. β) Ο δεύτερος πυλώνας χρηματοδοτείται από υποχρεωτικές εισφορές και γ) ο τρίτος πυλώνας βασίζεται στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα και είναι οργανωμένος σε επαγγελματική βάση (επαγγελματικά ταμεία) ή είναι απολύτως ιδιωτική ασφάλιση.

Αλλά ας δούμε πώς δούλευε στην πράξη το «Μοντέλο Πινοσέτ» στη Χιλή: «Η δήθεν, “ελεύθερη επιλογή συστήματος σύνταξης” οδήγησε σε έξι ασφαλιστικά μονοπώλια, που για 35 χρόνια λυμαίνονται τις ασφαλιστικές εισφορές εκατομμυρίων Χιλιανών εργαζομένων, οδηγώντας τους συνταξιούχους στη φτώχεια. Τα έξι συνταξιοδοτικά μονοπώλια είναι γνωστά στη Χιλή με το ακρωνύμιο «AFP». Ανάμεσά τους είναι οι ασφαλιστικοί όμιλοι «ΜetLife» και «Principal Financial Group».

Το σημερινό σύστημα παρακρατεί από τους εργαζόμενους 10% των μισθών τους σε ατομικούς λογαριασμούς που εκμεταλλεύονται τα ιδιωτικά μονοπώλια καθ’ όλη τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη. Αυτά τα έξι μονοπώλια διαχειρίζονται περιουσιακά στοιχεία αξίας περίπου 160 δισεκατομμυρίων δολαρίων (141,1 δισ. ευρώ).

Οι άνδρες παίρνουν κατά μέσο όρο μόλις το 38% των ασφαλιστικών εισφορών που παρακρατήθηκαν επί χρόνια και οι γυναίκες το 33% (επειδή ο μέσος όρος ζωής τους είναι μεγαλύτερος). Έτσι μια μέση σύνταξη μετά από τουλάχιστον 35 ή 40 χρόνια σκληρής δουλειάς δεν ξεπερνά τα 450 δολάρια, ποσό που φθάνει ίσα-ίσα για να καλύψει μόνο το κόστος διατροφής και άκρως στοιχειώδεις δαπάνες.

Τον Αύγουστο του 2016 εργαζόμενοι και συνταξιούχοι πραγματοποίησαν μια εντυπωσιακή συγκέντρωση (περισσότεροι από 500.000) στο Σαντιάγκο απαίτησαν από την Πρόεδρο Μισέλ Μπατσελέ να προχωρήσει στην ίδρυση κρατικών ασφαλιστικών ταμείων που δεν θα αντικαταστήσουν απλώς τα ιδιωτικά μονοπώλια, αλλά θα εξασφαλίζουν σωστή διαχείριση των αποθεματικών των Ταμείων και αξιοπρεπή ζωή στους συνταξιούχους μετά από δεκαετίες σκληρής εργασίας. Σε μία προσπάθεια να εκτονώσει τις λαϊκές αντιδράσεις η Πρόεδρος της Χιλής παρουσίασε ένα πρόγραμμα που ανεβάζει το ποσοστό συνταξιοδοτικής εισφοράς κατά 5 εκατοστιαίες μονάδες, με εκτιμούμενο ετήσιο κόστος περίπου 3,8 δισεκατομμύρια δολάρια (3,36 δισ. ευρώ), εκ των οποίων τα 1,5 δισ. δολάρια θα πρέπει να τα δώσει η κυβέρνηση.

Δείτε σχετικά: