Ήταν μια εβδομάδα μεγάλων εξελίξεων στη γεωπολιτική της ενέργειας. Πρώτα ήρθε η είδηση ότι η Ευρώπη επιτέλους συμφώνησε να επιβάλει ένα έστω κουτσουρεμένο εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο - εξευμενίζοντας την Ουγγαρία - που θα απαγορεύσει το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των εισαγωγών μέχρι το τέλος του έτους.

Και στη συνέχεια, το πρωί της Πέμπτης, ήρθε η είδηση ότι η Σαουδική Αραβία είναι έτοιμη να αυξήσει την παραγωγή.

Τα δύο νέα δεδομένα, γράφουν οι Financial Times, θα τραβήξουν τις αγορές πετρελαίου προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Αλλά, παρόλο που το βασίλειο προετοιμάζεται να ανοίξει τις στρόφιγγες, η συμφωνία της ΕΕ συνεπάγεται ότι η ανοδική πορεία του αργού πετρελαίου θα συνεχιστεί με γοργούς ρυθμούς - καθώς τα κράτη μέλη σαρώνουν τον κόσμο αναζητώντας εναλλακτικές πηγές πετρελαίου.

«Πιστεύουμε ότι ως απόρροια της απαγόρευσης θα συνεχιστεί μια σταθερή ανοδική τάση και στις τιμές βασικών προϊόντων διύλισης, όπως η βενζίνη, το ντίζελ και τα αεροπορικά καύσιμα», δήλωσε ο Frederick Lawrence, συνεργάτης της Capital Alpha.

Η συμφωνία που υπογράφηκε από τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ τη Δευτέρα απαγορεύει τις περισσότερες ρωσικές εισαγωγές αργού και πετρελαϊκών προϊόντων, αλλά εξαιρεί το πετρέλαιο που παραδίδεται μέσω αγωγών. Η Ουγγαρία, η Κροατία, η Σλοβακία και η Τσεχία, που τροφοδοτούνται από τον αγωγό Ντρούζμπα, θα έχουν επιπλέον χρόνο για να απογαλακτιστούν από το ρωσικό πετρέλαιο.

Ο αγωγός Ντρούζμπα προς στιγμήν γλιτώνει το ευρωπαϊκό εμπάργκο
Ωστόσο, η απαγόρευση σηματοδοτεί μια τεράστια γεωπολιτική αλλαγή. Οι θαλάσσιες εισαγωγές δεν θα υπάρχουν πλέον. Παράλληλα, Γερμανία και Πολωνία συμφώνησαν να μειώσουν τις εισαγωγές από τη βόρεια αρτηρία του Ντρούζμπα.

Ουσιαστικά, κόβονται διαμιάς τα τρία τέταρτα των μέχρι πρότινος ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου στην Ευρώπη, ποσοστό που θα φτάσει το 90% μέχρι το τέλος του έτους, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Συμβουλίου της ΕΕ Σαρλ Μισέλ. Οι θαλάσσιες εισαγωγές είχαν ήδη μειωθεί κατά 600.000 βαρέλια την ημέρα τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, σύμφωνα με την Kpler, από περίπου 3 εκατ. βαρέλια την ημέρα τον Φεβρουάριο.

Στο πλαίσιο αυτό, οι τιμές του πετρελαίου θα συνεχίσουν να κινούνται ανοδικά καθώς τα ευρωπαϊκά διυλιστήρια εξετάζουν επιλογές σε όλο τον κόσμο κόσμο - και πληρώνουν όσο όσο - για εναλλακτικές πηγές αργού.

Το Brent, που βρίσκεται σε άνοδο εδώ και εβδομάδες, διαμορφώθηκε στα 116,29 δολάρια το βαρέλι χθες Τετάρτη, σημειώνοντας άνοδο 69 σεντς. Ο αμερικανικός δείκτης WTI κατέγραψε άνοδο 59 σεντς, στα 115,26 δολάρια το βαρέλι.

Από την πλευρά της, η Ρωσία επιμένει ότι μπορεί να στραφεί ανατολικά και να ανακατευθύνει τις προμήθειες σε πιο φιλικούς εισαγωγείς, όπως η Κίνα, η Ινδία και το Ιράν. Αλλά υπάρχουν μεγάλα ερωτηματικά σε σχέση με τους όγκους που μπορούν να απορροφήσουν αυτές οι χώρες, ακόμη και με τεράστια έκπτωση στα μείγματα Urals.

Μέχρι στιγμής, αυτές οι ανακατευθύνσεις επέτρεψαν στη Ρωσία να διατηρήσει σε ανοδική τροχιά την παραγωγή της, χωρίς ουσιαστική μείωση των φορτίων. Η σχετική παραγωγή αυξήθηκε περίπου 200.000-300.000 βαρέλια/ημέρα τον Μάιο, μετά από πτώση 1 εκατ. βαρελιών/ημέρα τον Απρίλιο, σύμφωνα με την S&P Global Commodity Insights. Αυτό πρόκειται να αλλάξει.

«Παρά την ανθεκτικότητα μέχρι στιγμής, πιστεύουμε ότι έρχονται σημαντικές απώλειες στη ρωσική προσφορά», δήλωσε ο Shin Kim, επικεφαλής αναλυτής της S&P, «καθώς η στρατιωτική σύγκρουση φαίνεται πως επιδεινώνεται και παρατείνεται».

Νικητές και ηττημένοι
Προσπαθώντας να καλύψει τις απώλειες, η Ευρώπη στρέφεται ήδη προς τη Μέση Ανατολή και τη δυτική Αφρική. Η Σαουδική Αραβία και η Νιγηρία φαίνεται ότι θα είναι μεταξύ των μεγάλων νικητών, καθώς σπεύδουν εκεί για βαρέλια τα διυλιστήρια.

Οι traders προετοιμάζονται για άλμα στις τιμές πώλησης στη Μέση Ανατολή. Η Σαουδική Αραβία έχει ήδη δηλώσει ότι ενδέχεται να αυξήσει τις τιμές τον Ιούλιο για το αργό προς την Ασία, κατά 1-1,5 δολ. το βαρέλι.

Οι χαμένοι θα συνεχίσουν να είναι οι καταναλωτές, που ήδη παλεύουν με τις υψηλές τιμές της βενζίνης. Στις ΗΠΑ, η τιμή στην αντλία έχει εκτοξευθεί σε νέα ρεκόρ τις τελευταίες ημέρες, με μέση τιμή του γαλονιού στα 4,67 δολάρια.

Εδώ που φτάσαμε, καταλήγουν οι Financial Times, η ελπίδα των καταναλωτών είναι οι υψηλές τιμές να οδηγήσουν σε πτώση της ζήτησης. «Ίσως να είναι μία από τις λίγες βιώσιμες βαλβίδες ανακούφισης της αγοράς», δήλωσε ο Lawrence. «Η νέα αγορά πετρελαίου βρίσκεται στα πρώτα της βήματα».