«Φωτιά» στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς εξακολουθεί να βάζει το ράλι ανατιμήσεων που καταγράφεται στα περισσότερα είδη διατροφής, με τα νοικοκυριά να κατορθώνουν πλέον μετά βίας να καλύπτουν τις βασικές τους ανάγκες. Όσο προχωρούμε προς την καρδιά του καλοκαιριού, το κύμα ακρίβειας καλά κρατεί, ενώ οι αυξήσεις στο λεγόμενο «καλάθι της νοικοκυράς» δεν λένε να κοπάσουν.

Το εκρηκτικό κοκτέιλ των ανατιμήσεων σε πρώτες ύλες, ενέργεια, μεταφορές που ξεκίνησε πριν από μερικούς μήνες - και έχει ενταθεί λόγω του πολέμου στην Ουκρανία - εξακολουθεί να συντηρείται με αμείωτη ένταση, επιβαρύνοντας ολοένα και περισσότερο τα διαθέσιμα εισοδήματα ενός μέσου ελληνικού νοικοκυριού και ρίχνοντας βαριά τη σκιά του στην πορεία της κατανάλωσης. Την ίδια στιγμή, παράγοντες της αγοράς προειδοποιούν για ένα «καυτό» από πλευράς τιμών καλοκαίρι, ενώ για την ώρα δεν είναι ορατή η αποκλιμάκωση του φαινομένου.

Σύμφωνα άλλωστε με τα στοιχεία για την πορεία του εναρμονισμένου πληθωρισμού τον Μάιο, τα οποία ανακοίνωσε προ δεκαημέρου η ΕΛΣΤΑΤ, στην Ελλάδα η άνοδος των τιμών έφτασε στο 11,3%, από 10,2% τον Απρίλιο, 8,9% τον Μάρτιο, 7,2% τον Φεβρουάριο και κατά 6,2% τον Ιανουάριο. Η αύξηση των τιμών είναι η ταχύτερη από το 1994, αγγίζοντας τα υψηλότερα επίπεδα σε διάστημα 28 ετών, ενώ, παρόλο που οι μεγαλύτερες αυξήσεις έχουν επίκεντρο την ενέργεια, διαχέονται πλέον όλο και πιο πολύ σε πεδία όπως τα είδη διατροφής, ο τουρισμός, η διασκέδαση ή οι μεταφορές.

Πού καταγράφονται οι μεγαλύτερες αυξήσεις
Ενδεικτική είναι η εικόνα που παρουσιάζουν και τα τελευταία στατιστικά δελτία τιμών του Οργανισμού Κεντρικών Αγορών και Αλιείας (ΟΚΑΑ), ημερομηνίας 23 και 24 Ιουνίου, που αποτυπώνουν τις αυξημένες τιμές στις οποίες πωλούνται οπωρολαχανικά και κρέατα, απαραίτητα συστατικά για κάθε ελληνικό οικογενειακό τραπέζι. Οι τιμές που ακολουθούν αφορούν στη χονδρική πώληση, οπότε δεν αποκλείεται να «τσιμπήσουν» ακόμη περισσότερο μέχρι τα προϊόντα να φτάσουν στους τελικούς καταναλωτές.

Πλέον, τα αγγουράκια (το ζευγάρι) πωλούνται με επικρατούσα τιμή στα 0,45 ευρώ από 0,35 ευρώ την περασμένη εβδομάδα και έναντι 0,25 ευρώ πέρυσι. Άνηθος και μαϊντανός πωλούνται με επικρατούσα τιμή στα 0,35 ευρώ και 0,30 ευρώ αντίστοιχα, από 0,23 ευρώ πέρυσι, ενώ στα καρότα η επικρατούσα τιμή διαμορφώνεται στα 0,50 ευρώ από 0,45 ευρώ πέρυσι. Τα φρέσκα κρεμμυδάκια πωλούνται πλέον έναντι 1,10 ευρώ, από 0,80 ευρώ τέτοια εποχή πέρυσι και 1,00 ευρώ πριν από μια εβδομάδα, ενώ για τις μελιτζάνες (φλάσκες), η επικρατούσα τιμή διαμορφώνεται στα 0,90 ευρώ, από 0,80 ευρώ πριν μια εβδομάδα και έναντι 0,45 ευρώ την περασμένη χρονιά.

Με 0,60 ευρώ αγοράζει πλέον κανείς παντζάρια έναντι 0,50 ευρώ την περασμένη χρονιά, ενώ στο 1,00 ευρώ διαμορφώνεται η επικρατούσα τιμή στις πιπεριές (κόκκινες μακριές) από 0,90 ευρώ πριν μια εβδομάδα. Για 0,90 ευρώ πωλείται το σέλινο, έναντι 0,70 ευρώ πέρυσι και 0,80 ευρώ την περασμένη εβδομάδα, ενώ η επικρατούσα τιμή για τις τομάτες είναι στα 0,90 ευρώ, από 0,80 ευρώ πέρυσι και 0,60 ευρώ πριν από επτά ημέρες.

Ελαφρώς «τσιμπημένες» εμφανίζονται οι τιμές και στα κρέατα. Στα 8 ευρώ διαμορφώνεται η επικρατούσα τιμή για τα αρνιά, έναντι εύρους 7,50-8,20 ευρώ το 2021 και 6,20-7,00 ευρώ το 2020, ενώ κοντά 7 ευρώ διατίθενται τα κατσίκια από 5,00-7,80 ευρώ πέρυσι και 5,50-6,00 την αμέσως προηγούμενη χρονιά. Στα 4,20 ευρώ διαμορφώνεται η επικρατούσα τιμή στα γιδοπρόβατα, έναντι 2,50-3,80 ευρώ πέρυσι και 3,00-3,40 ευρώ το 2020.

Οι προβλέψεις για την επόμενη ημέρα
Στη σκιά του δυσθεώρητου κόστους σε ενέργεια, πρώτες ύλες και μεταφορές, ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις δυσκολεύονται να απορροφήσουν τις ανατιμήσεις, καθιστώντας μονόδρομο τη μετακύλιση των αυξήσεων στους καταναλωτές.

«Από την ενεργειακή και τη γεωπολιτική κρίση δεν διακυβεύεται μόνο η ανάπτυξη, αλλά και η βιωσιμότητα του κλάδου τροφίμων», προειδοποίησε πριν από λίγες ημέρες ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ), Ιωάννης Γιώτης».

«Η τιμή του γάλακτος μετρά αυξήσεις άνω του 15-20% από την περασμένη χρονιά», παραδέχθηκε προ ημερών, μιλώντας σε εκδήλωση, ο Country Manager της Danone Ελλάδος, Σίμος Λουλούμαρης, κάνοντας λόγο για ασφυκτικές πιέσεις στο μέτωπο του κόστους. Ερωτηθείς για την πορεία των τιμών, ο κ. Λουλούμαρης ήταν κάτι παραπάνω από σαφής, σημειώνοντας με νόημα πως «όποιος κάνει πρόβλεψη, δεν ξέρει».

«Το 2021 σύμφωνα με ΕΛΣΤΑΤ η αύξηση της τιμής του καφέ στα καταστήματα ανήλθε στο 1%. Οι επιχειρηματίες απορρόφησαν τις αυξήσεις τότε. Στις αρχές του 2022 η ενεργειακή κρίση άλλαξε την άποψη των επιχειρηματιών… Η ενέργεια έχει ανέβει από το 2019 κατά 96% και οι πρώτες ύλες κατά 42%. Ένας επιχειρηματίας έχει δύο λύσεις… Ή να χαμηλώσει την ποιότητα του προϊόντος, ένα μέτρο αυτοκτονικό για την επιχείρηση, ή να αυξήσει την τιμή του. Εκεί θα οδηγηθούν αναγκαστικά οι επιχειρήσεις. Τα έξοδα δυστυχώς αυξάνονται. Είναι μονόδρομος οι επιχειρήσεις να προχωρήσουν σε αυξήσεις», ανέφερε λίγα 24ωρα αργότερα, μιλώντας σε εκδήλωση για την καφεστίαση ο Γενικός Γραμματέας της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εστιατορικών & Συναφών Επαγγελμάτων (ΠΟΕΣΕ), Γιώργος Κουράσης.

Την ίδια στιγμή, τον κώδωνα του κινδύνου πως «οι ανατιμήσεις στα τρόφιμα στην Ευρωζώνη θα συνεχίσουν για τουλάχιστον έναν χρόνο ακόμη την ανοδική τους πορεία» έκρουσαν αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε σχετική έκθεσή τους, καθώς ο πόλεμος έχει επιφέρει σημαντικές αναταράξεις στον εφοδιασμό από την Ουκρανία, αυξάνοντας τις τιμές των βασικών προϊόντων που εισάγονται από την περιοχή, όπως λιπάσματα, ζωοτροφές και ηλιέλαιο. Διαπιστώνοντας μια αύξηση άνω του 40% στις τιμές χονδρικής για τα τρόφιμα, η ΕΚΤ προβλέπει πως νέες πιέσεις θα κάνουν την εμφάνισή τους στις τιμές των τροφίμων στη λιανική τους επόμενους μήνες, στην Ευρωζώνη, ενώ εστιάζοντας στο αυξανόμενο κόστος των λιπασμάτων - η άνοδος ξεπέρασε το 150% στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε ετήσια βάση τον Απρίλιο - η κεντρική τράπεζα εκτιμά πως ότι οι τιμές των τροφίμων θα συνεχίσουν να αυξάνονται το 2023.

Στο μεταξύ, νέο υψηλό ρεκόρ ύψους 1,8 τρισ. δολαρίων θα σημειώσει φέτος η αξία των εισαγωγών τροφίμων σε όλο τον κόσμο. Και αυτό, όχι γιατί θα αγοραστούν περισσότερα τρόφιμα, αλλά επειδή έχουν εκτοξευτεί οι τιμές και τα κόστη μεταφοράς. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (FAΟ) του ΟΗΕ χαρακτηρίζει ιδιαίτερα ανησυχητικό το γεγονός πως «πολλές ευάλωτες χώρες πληρώνουν περισσότερα αλλά παίρνουν λιγότερα τρόφιμα». Για τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες αναμένεται να μειωθεί κατά 5% η αξία των τροφίμων που θα εισάγουν, ενώ η υποσαχάρια Αφρική και η ομάδα των αναπτυσσόμενων χωρών που είναι καθαροί εισαγωγείς τροφίμων αναμένεται να αντιμετωπίσουν αύξηση στο συνολικό κόστος, παρά το γεγονός ότι ο όγκος των εισαγωγών τους θα μειωθεί. Οι αναπτυσσόμενες χώρες στο σύνολό τους μειώνουν τις εισαγωγές δημητριακών, ελαιούχων σπόρων και κρέατος, γιατί πολύ απλά δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην αλματώδη αύξηση των τιμών. Προς το παρόν, σύμφωνα πάντα με τον FAO, τα υπάρχοντα δεδομένα δεν προμηνύουν θετικές εξελίξεις όσον αφορά μια ενδεχόμενη μείωση των τιμών για τη σεζόν 2022 -2023 και πιθανώς την επόμενη…