Σύμφωνα με την τριμηνιαία έρευνα εργατικού δυναμικού της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για το τρίτο τρίμηνο 2022 , το μη εποχικά διορθωμένο ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 11,6% του εργατικού δυναμικού, από 13,0% το τρίτο τρίμηνο 2021, όπως αναφέρει η Eurobank στην έκθεση «7 ΗΜΕΡΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ».

Η ελληνική οικονομία, κυρίως λόγω της κληρονομιάς που άφησε η κρίση χρέους, έχει το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας στην Ευρωζώνη μετά την Ισπανία (12,7%) και ακολουθούν: Ιταλία 7,7%, Γαλλία 7,3%, Λετονία 6,9%, Κύπρος 6,8%, Φινλανδία 6,7%, Σλοβακία 6,0%, Λιθουανία 5,9%, Πορτογαλία 5,9%, Βέλγιο 5,7%, Εσθονία 5,6%, Λουξεμβούργο 5,2%, Αυστρία 4,7%, Ιρλανδία 4,5%, Σλοβενία 4,0%, Ολλανδία 3,7%, Γερμανία 3,1% και Μάλτα 2,9% (Ευρωζώνη 6,6% και ΕΕ-27 6,0%). Παρά ταύτα, η βελτίωση σε σχέση με το καλοκαίρι του 2013 που καταγράφηκε το ιστορικό υψηλό για το ποσοστό ανεργίας είναι σημαντική προσεγγίζοντας τις 16 ποσοστιαίες μονάδες.

Στο 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2022, το μέσο ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε στο 12,6% του εργατικού δυναμικού, από 15,2% το αντίστοιχο διάστημα του 2021. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις φθινοπωρινές προβλέψεις που δημοσίευσε τον Νοέμβριο 2022 εκτιμά το μέσο ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα το 2022, το 2023 και το 2024 στο 12,6%, 12,6% και 12,1% αντίστοιχα.

Όπως παρουσιάζεται στο Σχήμα 1Β, ο αριθμός των απασχολούμενων (15-89 ετών) ανήλθε στα 4.216,0 χιλ. άτομα το τρίτο τρίμηνο 2022 καταγράφοντας ετήσια αύξηση της τάξης του 2,4% (97,7 χιλ. άτομα), ενώ ο αριθμός των ανέργων (15-74 ετών) διαμορφώθηκε στα 555,6 χιλ. άτομα σημειώνοντας ετήσια μείωση κατά 9,7% (59,8 χιλιάδες άτομα). Το εργατικό δυναμικό, ήτοι το άθροισμα των απασχολούμενων και των ανέργων, ενισχύθηκε στα 4.759,8 χιλ. άτομα το τρίτο τρίμηνο 2022, από 4.733,7 χιλ. άτομα το τρίτο τρίμηνο 2021 (αύξηση 0,6%), ενώ ο μη ενεργός πληθυσμός, ήτοι τα άτομα που δεν ανήκουν ούτε στην απασχόληση ούτε στην ανεργία, μειώθηκε στα 4.276,6 χιλ. άτομα το τρίτο τρίμηνο 2022, από 4.329,8 χιλ. άτομα το τρίτο τρίμηνο 2021 (πτώση 1,2%).1

Στο 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2022, η μέση ετήσια αύξηση της απασχόλησης διαμορφώθηκε στο 6,6% (256,2 χιλ. άτομα), από 0,3% (11,8 χιλ. άτομα) το αντίστοιχο διάστημα του 2021. Οι κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας που κατέγραψαν τις μεγαλύτερες αυξήσεις σε απόλυτα μεγέθη ήταν: δραστηριότητες υπηρεσιών παροχής καταλύματος και εστίασης (αύξηση κατά 71,4 χιλ. άτομα, 22,4%), χονδρικό και λιανικό εμπόριο, επισκευή μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσικλετών (36,7 χιλ. άτομα, 5,3%), εκπαίδευση (31,9 χιλ. άτομα, 10,4%) και μεταποίηση (25,9 χιλ. άτομα, 6,8%). Αντιθέτως, σε 4 από τους 21 συνολικά κλάδους οικονομικής δραστηριότητας σημειώθηκε ετήσια μείωση του αριθμού των απασχολούμενων: δημόσια διοίκηση και άμυνα, υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (-11,6 χιλ. άτομα, -3,0%), παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, ατμού και κλιματισμού (-4,1 χιλ. άτομα, -11,1%), μεταφορά και αποθήκευση (-3,9 χιλ. άτομα, -1,9%) και χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες (-3,9 χιλ. άτομα, -5,1%).

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω στοιχεία αποδεικνύεται ότι ο παραγωγικός συντελεστής της εργασίας – μετρούμενος σε όρους απασχολούμενων ατόμων – αναμένεται να έχει τη μεγαλύτερη συνεισφορά στον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης του 2022. Στο 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2022, η ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ ήταν 5,9% και η ετήσια ενίσχυση της απασχόλησης ήταν 6,6%.2 Αν και οι δημογραφικές τάσεις αποτελούν εμπόδιο για την αύξηση της απασχόλησης στη μακροχρόνια περίοδο, στη βραχυχρόνια-μεσοπρόθεσμη περίοδο υπάρχουν δυνατότητες διατήρησης της θετικής συνεισφοράς του εν λόγω παραγωγικού συντελεστή στο ΑΕΠ:

Πρώτον, το ποσοστό ανεργίας παρά τη μεγάλη μείωση των τελευταίων ετών παραμένει κατά πολύ μεγαλύτερο σε σύγκριση με την Ευρωζώνη (11,6% vs 6,6% στην Ευρωζώνη το τρίτο τρίμηνο 2022). Συνεπώς η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να σπαταλά πόρους υπό τη μορφή υποχρησιμοποίησης του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας. Η προαναφερθείσα απόκλιση αντικατοπτρίζει κυρίως δομικούς και λιγότερο κυκλικούς παράγοντες. Την ίδια περίοδο που πολλές δεκάδες χιλιάδες άτομα αναζητούν εργασία και επιθυμούν να δουλέψουν (προσφορά εργασίας) πολλές επιχειρήσεις και ολόκληροι κλάδοι της οικονομίας (π.χ. κατασκευές και τουρισμός) αναζητούν δεκάδες χιλιάδες άτομα για να καλύψουν τις ανάγκες τους σε εργατικό προσωπικό (ζήτηση εργασίας). Η εν λόγω αναντιστοιχία πηγάζει από τις επιδράσεις της πανδημίας, της κρίσης χρέους (μετανάστευση πολλών νέων επιστημόνων στο εξωτερικό και αλλαγές στα μερίδια πολλών κλάδων της οικονομίας) και από πιθανά ελλείμματα στα πεδία της διαρκούς επιμόρφωσης και κατάρτισης του εργατικού δυναμικού.

Δεύτερον, η αύξηση του ποσοστού συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό δύναται να επιφέρει και αυτή οφέλη. Όπως παρουσιάζεται στο Σχήμα 2Α, ο λόγος του εργατικού δυναμικού προς τον πληθυσμό, μετά την απότομη μείωση που κατέγραψε κατά τη διάρκεια της πανδημίας και των lockdowns, ανέκαμψε στο 52,6% το τρίτο τρίμηνο 2022. Ωστόσο, παραμένει μικρότερος κατά περίπου μια ποσοστιαία μονάδα σε σύγκριση με τα προ κρίσης χρέους επίπεδα και κατά 5,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με την Ευρωζώνη (57,8%). Βάσει των τρεχουσών μεγεθών του πληθυσμού, η αύξηση του ποσοστού συμμετοχής κατά μια ποσοστιαία μονάδα ισοδυναμεί με ενίσχυση του εργατικού δυναμικού κατά 90,5 χιλ. άτομα και με δυνητική αύξηση της απασχόλησης κατά 2,2%. Μακροχρόνια, αφού εξαντληθούν τα οφέλη από τη μείωση του ποσοστού ανεργίας και από την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής, καθοριστικός παράγοντας για το ΑΕΠ και τα εισοδήματα είναι η ενίσχυση της παραγωγικότητας της εργασίας. Η εν λόγω μεταβλητή συναρτάται θετικά με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, την ποιότητα των θεσμών, τη δυνατότητα υιοθέτησης νέων τεχνολογιών και τις επενδύσεις.