Μονόδρομο αποτελεί για τους περισσότερους Έλληνες η αύξηση μισθού ή η αναζήτηση δεύτερης δουλειάς, καθώς ο πληθωρισμός και το αυξημένο κόστος ζωής δεν καλύπτονται από την πλειοψηφία των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, που παραμένουν «παγωμένοι» παρά τις αυξήσεις στις κατώτατες αποδοχές.

Και ενώ από το 2023 έχει προεξοφληθεί νέα αύξηση στο πεδίο του κατώτατου μισθού, με στόχο να φτάσει στα προ-μνημονιακά επίπεδα των 751 ευρώ, τα υπόλοιπα μισθολογικά κλιμάκια αναμένουν καρτερικά τις αυξήσεις που θα τους επιτρέψουν να ανταποκριθούν στο κύμα της ακρίβειας που σαρώνει την οικονομία εδώ και αρκετούς μήνες.

Υπενθυμίζεται πως σύμφωνα με δημοσκόπηση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ και της ALCO, το 80% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα δεν είδε καμία αύξηση το 2022. Αντίθετα αύξηση είδε μόνο το 20%-25% των μισθωτών που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.

Η ανάγκη οριζόντιων μισθολογικών αυξήσεων γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική, δεδομένου ότι οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα στερούνται και το επίδομα προϋπηρεσίας (τριετίες) έως ότου το ποσοστό της ανεργίας πέσει κάτω από 10%. Τον Οκτώβριο η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε ποσοστό ανεργίας 11,6%, γεγονός που δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας ότι εντός του 2023 θα επιτευχθεί ο πολυπόθητος στόχος (όπως άλλωστε αναφέρει η εισηγητική έκθεση του κρατικού προϋπολογισμού).

Πάντως κάποιοι εργοδότες σπεύδουν να υπογράψουν νέες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας με το προσωπικό τους που προβλέπουν διψήφιες αυξήσεις για την επόμενη διετία.

Την ανάγκη αναπροσαρμογής των αμοιβών αναγνώρισε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, στην ομιλία του στη Βουλή κατά τη συζήτηση για την ψήφιση του Προϋπολογισμού. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά «αν στην πρώτη μας θητεία, η κορωνίδα των προεκλογικών μας δεσμεύσεων ήταν λιγότεροι φόροι, ο τίτλος της επόμενης θητείας θα είναι καλύτεροι μισθοί για όλους τους Έλληνες». Εφόσον λοιπόν στις επικείμενες εκλογές επανεκλεγεί το κόμμα της ΝΔ, η αύξηση των μισθών όλων των εργαζομένων θα βρεθεί στο επίκεντρο των πρωτοβουλιών της.

Αλλά και η Τράπεζα της Ελλάδος στην πρόσφατη Έκθεση για τη Νομισματική πολιτική διατύπωσε την εκτίμηση για αύξηση αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα από το 2023, καθώς την τρέχουσα χρονιά η άνοδος των μέσων αμοιβών εργασίας ήταν συγκρατημένη έως στάσιμη.

Νέος κατώτατος από την Πρωτομαγιά του 2023

Η διαδικασία διαμόρφωσης του νέου κατώτατου μισθού θα ξεκινήσει τον επόμενο μήνα, προκειμένου Κυβέρνηση και κοινωνικοί εταίροι να καταλήξουν στον νέο αυξημένο κατώτατο μισθό ο οποίος θα ισχύσει από την 1η Μαΐου του 2023.

Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι ο νέος κατώτατος μισθός θα φτάσει την Πρωτομαγιά του 2023 στα 751 ευρώ, δηλαδή σε προ-μνημονίων επίπεδα. Αυτό σημαίνει πως το ποσοστό αύξησής θα κυμανθεί μεταξύ 5% και 5,5% το οποίο ασφαλώς απέχει πολύ από το ποσοστό 9,9% του φετινού πληθωρισμού.

Υπενθυμίζεται ότι από την 1η Μαΐου 2022 ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε στα 713 ευρώ από 663 ευρώ προηγουμένως.

«Δεδομένης της διάρκειας του κύματος της ακρίβειας, υπάρχει άμεση ανάγκη για επαρκή αύξηση του κατώτατου μισθού που θα βοηθούσε σημαντικά στη
βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των νοικοκυριών με χαμηλό εισόδημα στην τρέχουσα κρίση κόστους ζωής και στην ενίσχυση της κατανάλωσης.

Επίσης, υπάρχει άμεση ανάγκη επαναρρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και σημαντικής αύξησης του ποσοστού κάλυψης της προστασίας των εργαζομένων με κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας για την επίτευξη μισθολογικών προσαρμογών οι οποίές θα αντισταθμίζουν την επίδραση του πληθωρισμού σε όλη την κλίμακα των μισθών με στόχο την επίτευξη δίκαιων αμοιβών» αναφέρει στην Έκθεσή του το ΙΝΕ ΓΣΕΕ.

Πάντως το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής σημειώνει στην τελευταία έκθεσή του πως «η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν θα προκαλέσει πληθωριστικές πιέσεις και πως πρέπει να υπάρχει μία ισορροπία για τη στήριξη ευάλωτων, αλλά απαιτείται προσοχή για να μην υπάρχει μία γενικευμένη αύξηση του μέσου μισθού».

Αξίζει να σημειωθεί πως οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό αφορούν 1 στους 4 μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή περί τους 650.000 εργαζομένους που απασχολούνται με πλήρη ή μερική απασχόληση.

Οι εκτιμήσεις της ΤτΕ

Σύμφωνα με την Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική πολιτική, το εννεάμηνο του 2022 παρέμεινε συγκρατημένη η άνοδος των μέσων αμοιβών εργασίας (με ετήσιο ρυθμό 1,2%), παρά τη μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού, μειώνοντας έτσι το περιθώριο για μονιμοποίηση των πληθωριστικών πιέσεων.

Ωστόσο για το 2023 οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για επιτάχυνση της αύξησης των αποδοχών, με αποτέλεσμα στασιμότητα της παραγωγικότητας και αισθητή άνοδο του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Επίσης προβλέπεται πως η άνοδος της απασχόλησης αλλά και του ΑΕΠ θα επιβραδυνθεί σημαντικά.

Στην Έκθεση αναφέρεται πως το α' εξάμηνο του 2022 η αύξηση των συνολικών αμοιβών εργασίας αντανακλούσε κυρίως τις εξελίξεις στον επιχειρηματικό τομέα (ετήσιος ρυθμός ανόδου 12,3%), ενώ πολύ πιο συγκρατημένος ήταν ο ρυθμός στον τομέα της γενικής κυβέρνησης (0,85%), σύμφωνα με τα στοιχεία των μη χρηματοoικονομικών λογαριασμών.

Στον επιχειρηματικό τομέα, σύμφωνα με τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2022 υπογράφηκαν 176 νέες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που αφορούσαν 141.107 μισθωτούς. Από αυτές, 74 συμβάσεις προβλέπουν αυξήσεις μισθών, ενώ με βάση τις υπόλοιπες οι αποδοχές παραμένουν αμετάβλητες.

Εξάλλου, οι κατώτατοι μισθοί αυξήθηκαν κατά 2% από 1ης Ιανουαρίου και κατά 7,5% από 1ης Μαΐου.

Στον τομέα της γενικής κυβέρνησης, σύμφωνα με τα ταμειακά στοιχεία που ανακοινώνει το Υπουργείο Οικονομικών, η δαπάνη για αμοιβές έμεινε ουσιαστικά αμετάβλητη σε ετήσια βάση το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2022.

Για ολόκληρο το 2022, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η άνοδος της απασχόλησης θα είναι σημαντική και των αμοιβών ανά εργαζόμενο συγκρατημένη, ενώ περιορισμένη αύξηση θα εμφανίσουν τόσο η παραγωγικότητα όσο και το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.