Σταθερή θα παραμείνει και το 2023 στους λογαριασμούς ρεύματος η ρυθμιζόμενη χρέωση που προορίζεται για την αποζημίωση των μονάδων ΑΠΕ, όπως προβλέπει πρόσφατη απόφαση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ). Έτσι, και το επόμενο έτος, τα νοικοκυριά και οι υπόλοιποι καταναλωτές στη χαμηλή τάση (εκτός των αγροτών) θα καταβάλουν για «πράσινο τέλος» 17 ευρώ για κάθε Μεγαβατώρα ρεύματος που χρησιμοποιούν.

Το «πράσινο τέλος» ονομάζεται ΕΤΜΕΑΡ (Ειδικό Τέλος Μείωσης Εκπομπών Αερίων Ρύπων) και το ύψος του καθορίζεται από τη ΡΑΕ – με εξαίρεση τη 2ετία 2019-2020, όπου η σχετική δικαιοδοσία είχε «μεταφερθεί» προσωρινά στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Σε κάθε περίπτωση, η τιμή των 17 ευρώ ανά MWh διατηρείται αμετάβλητη εδώ και μία 5ετία, δηλαδή από το 2019.

Για τη στήριξη της διείσδυσης των ΑΠΕ στο εγχώριο μίγμα, το ΕΤΜΕΑΡ προστίθεται ως έσοδο στον Ειδικό Λογαριασμό ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ), από τον οποίο συμπληρώνεται το μέρος της αμοιβής των «πράσινων» μονάδων ηλεκτροπαραγωγής (με βάση την εγγυημένη τιμή που έχει «κλειδώσει» κάθε μία) το οποίο δεν εξασφαλίζουν από την πώληση της ηλεκτροπαραγωγής τους στις χονδρεμπορικές αγορές.

«Πράσινη» χρηματοδότηση των επιδοτήσεων

Υπό κανονικές συνθήκες, δηλαδή πριν από την έναρξη της ενεργειακής κρίσης, οι εγγυημένες τιμές σχεδόν όλων των μονάδων κινούνταν σε υψηλότερα επίπεδα από τις χονδρεμπορικές αγορές ρεύματος. Επομένως, ο ΕΛΑΠΕ χρειαζόταν να συμπληρώνει μέρος των αποζημιώσεων των έργων, χρηματοδοτώντας τη λειτουργία τους. Έτσι, το ΕΤΜΕΑΡ προοριζόταν όντως στη στήριξη της απανθρακοποίησης του ενεργειακού μίγματος.

Ωστόσο, η «κανονικότητα» αυτή έχει αρθεί από την έναρξη της κρίσης, με συνέπεια οι ταρίφες όλων των έργων να κινούνται σε χαμηλότερα επίπεδα από τις χονδρεμπορικές τιμές ρεύματος. Επομένως, αντί οι καταναλωτές να «αιμοδοτούν» τις ανανεώσιμες πηγές, πλέον οι ΑΠΕ στηρίζουν τους καταναλωτές, εισφέροντας σημαντικό μέρος των κεφαλαίων που χρησιμοποιούνται για τις επιδοτήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος.

Έως τον περασμένο Ιούνιο, «όχημα» για αυτό τον σκοπό ήταν τα πλεονάσματα του ΕΛΑΠΕ, τα οποία προέκυπταν από τα έσοδα των μονάδων από τις χονδρεμπορικές αγορές, τα οποία υπερέβαιναν τις αποζημιώσεις με βάση τις ταρίφες τους. Χάρις σε αυτά τα ποσά, και κατά συνέπεια τα πλεονάσματα, μέσα στο 2022 εκταμιεύθηκαν 1,1 δισ. ευρώ από τον ΕΛΑΠΕ για το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης και τις επιδοτήσεις των καταναλωτών ρεύματος.

Η παραγωγή υπερεσόδων από τις ΑΠΕ είχε όμως και δεύτερο έμμεσο όφελος για της επιδοτήσεις. Κι αυτό γιατί επέτρεψε το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των εσόδων από τα δικαιώματα ρύπων, αντί για τον ΕΛΑΠΕ που κατευθυνόταν πριν, να οδεύει επίσης το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης (ΤΕΜ).

Επιστροφή μικρού ποσοστού της ενίσχυσης

Από τον Ιούνιο, τα υπερέσοδα των ΑΠΕ (όπως και των υπόλοιπων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής) παρακρατούνται «στην πηγή», μέσω του Προσωρινού Μηχανισμού Ανάκτησης, ώστε να οδεύουν στο ΤΕΜ. Για αυτό τον σκοπό, έχει επιβληθεί πλαφόν σε όλες τις τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής, το οποίο για τις «πράσινες» μονάδες είναι ορισμένο στα 85 ευρώ ανά Μεγαβατώρα. Αν και πλέον όλες οι τεχνολογίες συνεισφέρουν στο ΤΕΜ, οι ΑΠΕ είναι με μεγάλη διαφορά ο μεγαλύτερος «αιμοδότης» του Ταμείου.

Είναι ενδεικτικό ότι, από την έναρξη εφαρμογής του Μηχανισμού Ανάκτησης (7 Ιουλίου) και έως τις 16 Δεκεμβρίου, από τα 2,8 δισ. ευρώ που ήταν το σύνολο των υπερεσόδων από τους σταθμούς κάθε τεχνολογίας, οι μονάδες ΑΠΕ είχαν εισφέρει 1,7 δισ. Κάτι που σημαίνει πως το 61% των εισροών για επιδοτήσεις ήταν «πράσινης» προέλευσης.

Σε αυτό το πλαίσιο, και για όσο συνεχίζεται η ενεργειακή κρίση, το ΕΤΜΕΑΡ ισοδυναμεί ουσιαστικά με επιστροφή από τους καταναλωτές ενός μέρους των επιδοτήσεων που χρηματοδοτούν οι ΑΠΕ. Έτσι, για παράδειγμα, τον Ιανουάριο με το «πράσινο τέλος» των 17 ευρώ ανά Μεγαβατώρα, οι καταναλωτές θα επιστρέψουν το 5% από τα 330 ευρώ ανά Μεγαβατώρα, που είναι η επιδότηση.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα 17 ευρώ ανά Μεγαβατώρα αποτελούν τη λεγόμενη Χρέωση Βάσης για το ΕΤΜΕΑΡ. Οι καταναλωτές στη χαμηλή τάση καταβάλλουν το 100% της Χρέωσης Βάσης, ενώ οι υπόλοιπες κατηγορίες ένα ποσοστό της. Έτσι, π.χ., οι επιχειρήσεις με δραστηριότητες συναφείς με ξενοδοχεία και παρόμοια καταλύματα καταβάλλουν το 51,647%.