«Καθώς τα επιτόκια αυξάνονται, η χρηματοδότηση των επενδύσεων σε πράσινες τεχνολογίες θα γίνεται πιο ακριβή, δημιουργώντας τον κίνδυνο ότι το υψηλότερο κόστος κεφαλαίου μπορεί να επιβραδύνει τον ρυθμό της απαλλαγής από τον άνθρακα...».

Αυτή που έδωσε το «μήνυμα» αυτό, συνήθως δεν μασάει τα λόγια της και αυτό έκανε και χθές η Ιζαμπέλ Σνάμπελ, μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, σε ομιλία που έδωσε σε συμπόσιο της Κεντρικής Τράπεζας της Σουηδίας.

Η Ευρωζώνη, σύμφωνα με τα όσα εξήγησε η κ. Σνάμπελ, είχε δρομολογήσει την πράσινη μετάβαση με όρους που επέτρεπαν την ταχεία ανάπτυξή της, ήτοι με χαμηλό κόστος και μεγάλη ευχέρεια χρηματοδότησης.

Ολα όμως έχουν ανατραπεί από τον Δεκέμβριο του 2021 όταν η ΕΚΤ υποχρεώθηκε να αποδεχθεί οτι ο πληθωρισμός δεν θα είναι «προσωρινό» φαινόμενο...

Είναι χαρακτηριστικό οτι η τοποθέτηση της κας Σνάμπελ δημοσιοποιείται ταυτόχρονα με μελέτη στελεχών της ΕΚΤ (δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της ΕΚΤ) που αποδεικνύει οτι ο πληθωρισμός άρχισε να εμφανίζεται στην Ευρώπη τον Ιανουάριο του 2021, ήτοι 14 μήνες πριν το πρώτο ρωσικό τάνκ διασχίσει τα ανατολικά ουκρανικά σύνορα και πριν αρχίσει να εκδηλώνεται με ραγδαίους ρυθμούς η ενεργειακή κρίση...

Οι δύο «τοποθετήσεις» παρ' ότι χωρικά βρίσκονται στην ίδια σελίδα του ιστότοπου της ΕΚΤ δεν δείχνουν να επιθυμούν ενα συνδυασμό συμπερασμάτων. Παρ' όλα αυτά υπάρχουν σαν «θέσεις» στο πρωτοσέλιδο της ΕΚΤ.

Η κα Σνάμπελ δεν αφήνει – παρά την σαφήνεια της τοποθέτησής της – περιθώριο για παρεξηγήσεις και «εξηγεί» οτι μπορεί οι όροι να άλλαξαν, δηλαδή το «πράσινο» να έγινε ακριβό, αλλά αυτό δεν πρόκειται να επηρεάσει την πολιτική της ΕΚΤ οσο αφορά τις συνέπειές της στην χρηματοδότηση της πράσινης μετάβασης. Και εξηγεί μάλιστα τους λόγους της.

Όπως είπε, «υπάρχουν, τρεις αλληλένδετοι λόγοι για τους οποίους οι αυστηρότεροι όροι χρηματοδότησης είναι η κατάλληλη απάντηση στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε σήμερα...».

*Πρώτον, ο τρέχων υψηλός πληθωρισμός είναι φόρος επί των επενδύσεων. Σε πολλές χώρες, αυξάνει το κόστος χρήσης κεφαλαίου αυξάνοντας τον πραγματικό φορολογικό συντελεστή για τις επιχειρηματικές επενδύσεις. Ο υψηλός πληθωρισμός αυξάνει επίσης την αβεβαιότητα και στρεβλώνει τα σήματα σχετικά με τις τιμές που σχετίζονται με επενδυτικές αποφάσεις. Και μπορεί να επιβραδύνει την αύξηση της παραγωγικότητας, όπως συνέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1970. Επομένως, κατα την κα Σνάμπελ, “η πράσινη μετάβαση δεν θα ευδοκιμούσε σε περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού. Η σταθερότητα των τιμών αποτελεί προϋπόθεση για τον βιώσιμο μετασχηματισμό της οικονομίας μας...”.

*Δεύτερον, ο πληθωρισμός δεν θα υποχωρήσει από μόνος του. Αυτό που ξεκίνησε, όπως είπε, ως σχετικό σοκ τιμών μετατράπηκε σταδιακά σε μια ευρεία αύξηση στο γενικό επίπεδο τιμών. “Τα προκαταρκτικά στοιχεία για τον πληθωρισμό για τον Δεκέμβριο δείχνουν μια επίμονη συσσώρευση υποκείμενων πιέσεων στις τιμές, ακόμη και όταν ο πληθωρισμός των τιμών της ενέργειας έχει αρχίσει να υποχωρεί από δυσάρεστα υψηλά επίπεδα....”. Και βέβαια για να αντιμετωπιστεί κατα την ΕΚΤ το πρόβλημα του πληθωρισμού, “οι συνθήκες χρηματοδότησης θα πρέπει να γίνουν περιοριστικές...”. Τι σημαίνει αυτό; Συμφωνα με την κα Σνάμπελ, οι αυστηρότεροι όροι χρηματοδότησης θα επιβραδύνουν την ανάπτυξη της συνολικής ζήτησης, η οποία είναι απαραίτητη για τη μείωση της ανοδικής πίεσης στις τιμές που προέκυψε από τη μακροχρόνια ζημιά στην παραγωγική ικανότητα της ζώνης του ευρώ που επέφερε η ενεργειακή κρίση...

*Τρίτον, σύμφωνα με την ΕΚΤ πρέπει να υπάρξει τωρα αυστηρότερη νομισματική πολιτική για να προλάβει τα χειρότερα. «Η εμπειρία της δεκαετίας του 1970 δείχνει ότι μια πολιτική που είναι εσφαλμένα βαθμονομημένη με την υπόθεση ότι ο πληθωρισμός θα μειωθεί από μόνος του θα μπορούσε τελικά να θέσει σε πιο θεμελιώδη κίνδυνο την πράσινη μετάβαση...» και για τον λόγο αυτό «η νομισματική πολιτική θα χρειαστεί να αυξήσει τα επιτόκια ακόμη πιο δυναμικά για να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στην ονομαστική άγκυρα της οικονομίας. Στη δεκαετία του 1970, οι όροι χρηματοδότησης έγιναν αυστηρότεροι σε βαθμό που έκανε τη συσσώρευση κεφαλαίου απαγορευτικά ακριβή....». Για συνεχίσει διατυπώνοντας την εκτίμηση οτι παρ' όλα αυτά οι συνέπειες τις ακριβότερης χρηματοδότησης δεν θα είναι απαγορευτικές για την πράσινη μετάβαση...αν αντιμετωπισθούν από την πλευρά των συνεπειών του κόστους της κλιματικής αλλαγής. Διευκρίνισε πάντως οτι “μέχρι στιγμής, δεν υπάρχουν στοιχεία για ελλείψεις χρηματοδότησης για πράσινα επενδυτικά έργα...”. Ενώ τα συμβατικά ομολογιακά και μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια παρουσίασαν σημαντική μείωση στις καθαρές εισροές το 2022, δεν ίσχυε το ίδιο για τα κεφάλαια περιβαλλοντικών, κοινωνικών και διακυβέρνησης (ESG). Τα μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια ESG έχουν ακόμη και σταθερές εισροές... Μέχρι στιγμής βέβαια.

Αλλά ακόμα και αν αυτό αλλάξει, για την ΕΚΤ η εκτίμηση είναι οτι «οι εταιρείες που δεν μειώνουν ενεργά το αποτύπωμά τους άνθρακα θα αντιμετωπίσουν υψηλότερα ασφάλιστρα κινδύνου και συνεπώς υψηλότερο κόστος δανεισμού σε οποιοδήποτε επίπεδο επιτοκίων χωρίς κίνδυνο...».