Ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor's αναμένει βελτίωση των οικονομικών και δημοσιονομικών επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας κατά το διάστημα 2021-2024, με βάση τις πολιτικές προς την κατεύθυνσης της δημοσιονομικής προσαρμογής και τις μεταρρυθμίσεις, που θα υποστηριχθούν από την χρήση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.

 

Αξίζει να σημειωθεί πως η S&P αναθεώρησε θετικά την αξιολόγηση των κινδύνων ανά χώρα στον τραπεζικό κλάδο (BICRA) για την Ελλάδα στην ομάδα των «8» από «9» όπως και τη βαθμολογία οικονομικού κινδύνου σε «8» από «9».

Όπως σημειώνει ο αμερικανικός οίκος, τα επόμενα τρία χρόνια η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα ξεπεράσει τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (και σε πραγματικούς όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ), με τις τράπεζες να έχουν καθοριστικό ρόλο, καθώς θα συνεχίσουν την προσπάθεια εξυγίανσης των ισολογισμών τους από τα «κόκκινα» δάνεια, μέσω του «Ηρακλή», ενισχύοντας το επενδυτικό αίσθημα, όπως και τις μεταρρυθμίσεις του Πτωχευτικού Κώδικα.

Έτσι, οι θετικές προοπτικές θέτουν τις βάσεις για την προσφορά και τη ζήτηση πίστωσης όπως και την για την ενίσχυση των επιχειρηματικών προοπτικών των τραπεζών. Ωστόσο, η αβεβαιότητα όσον αφορά τον ρυθμό ανάκαμψης εξακολουθεί να υφίσταται, δεδομένης της εμφάνισης διαδοχικών κυμάτων πανδημίας στην Ελλάδα και τους κύριους εμπορικούς εταίρους της και πιθανών περαιτέρω κυβερνητικών περιορισμών. Με τη σειρά του, αυτό θα μπορούσε να καθυστερήσει την ανάκαμψη στους τομείς των υπηρεσιών και του τουρισμού.

Οι ελληνικές τράπεζες έχουν μειώσει τα NPEs κατά περισσότερα από 30 δισ. ευρώ τα τελευταία τρία χρόνια. Ως αποτέλεσμα, ο όγκος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε επίπεδο συστήματος μειώθηκε κατά 5% το 2020, κυρίως λόγω της Eurobank μέσω του project «Cairo» ύψους 6,5 δισ. ευρώ. Η S&P αναμένει ότι ο δείκτης NPEs θα υποχωρήσει κάτω του 20% μέχρι το τέλος του 2022. Παράλληλα, οι κίνδυνοι χρηματοδότησης και ρευστότητας για τις ελληνικές τράπεζες μειώνονται, τη στιγμή που οι καταθέσεις συνεχίζουν να αυξάνονται, παρά την κατάργηση των capital controls, αντανακλώντας την αυξημένη εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα. Επιπλέον, το πρόγραμμα έκτακτης αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας επιτρέπει την αγορά ελληνικού δημόσιου χρέους.

Σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο, μετά τη συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 8,3% το 2020, η οικονομία θα ανακάμψει κατά σχεδόν 5% το 2021, με τις οικονομικές επιδόσεις να παραμένουν ισορροπημένες, τροφοδοτούμενες κυρίως από την εγχώρια ζήτηση και τις εξαγωγές. Ωστόσο, ο οίκος δεν αναμένει ότι οι τουριστικές εισπράξεις του 2021 θα ανακάμψουν πλήρως φτάνοντας στα επίπεδα του 2019. Επιπλέον, προβλέπει αυξημένο κόστος κινδύνου για τους επόμενους 12 - 18 μήνες. Αυτό αντανακλά τις πρόσθετες προβλέψεις που απαιτούνται για την ολοκλήρωση των τιτλοποιήσεων των μη εξυπηρετούμενων δανείων και για τα δάνεια που τελούν υπό καθεστώς αναστολής πληρωμών, όπου αναμένει ποσοστό αθέτησης πληρωμών κοντά στο 25%

Όπως επισημαίνει ο οίκος αξιολόγησης, ο ρυθμός εκταμίευσης νέων δανείων, η αποκατάσταση των κερδών και τα ακόμα αδύναμα κεφάλαια αποτελούν τις βασικές προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες, που όπως τονίζει έχουν ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουν ώστε να βελτιώσουν τις αποδόσεις τους, καθώς όπως και στην περίπτωση της Κύπρου, αντιμετωπίζουν ένα πιο σκληρό ανταγωνιστικό περιβάλλον και έναν ιδιωτικό τομέα που εξακολουθεί να ανακάμπτει από τις κρίσεις της προηγούμενης δεκαετίας.

Η επίδραση της πανδημίας στην πιστοληπτική ικανότητα του ιδιωτικού τομέα και στις αγορές ακινήτων και οι ξένες επενδύσεις καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις ελληνικές τιμές των ακινήτων, οι οποίες μόλις είχαν αρχίσει να αυξάνονται πριν από την πανδημία, μετά από μια πτώση περίπου 40% από το 2008. Οι επιπτώσεις από την πανδημία θα καθορίσουν τον ρυθμό της δραστηριότητας στην πωλήσεις εξασφαλισμένου χρέους από τις τράπεζες και την ικανότητα πληρωμών των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, των οποίων τα καθαρά ίδια κεφάλαια έχουν γίνει αρνητικά με την πάροδο των ετών, σύμφωνα με την S&P.