Μείωση 9,9%, ανερχόμενη στις 15.981,96 ευρώ (1.331,83 το μήνα) σημείωσε πέρυσι, σε σχέση με το 2019, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές, καθώς επηρεάστηκε άμεσα από την πανδημία και το lockdown.

Αυτό προκύπτει από την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ, σύμφωνα επίσης με την οποία:

-Το 50% των νοικοκυριών δαπανούν περισσότερα από 1.080 ευρώ τον μήνα.

-Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία δαπανούν το 19,8% του προϋπολογισμού τους κατά μέσο όρο για ενοίκιο.

-Το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά και στέγαση των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 58,2% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 29%.

-Η υψηλότερη μέση ετήσια δαπάνη καταγράφηκε στην Περιφέρεια Αττικής και ανήλθε σε 18.401,52 ευρώ, ενώ η χαμηλότερη στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος και ανήλθε σε 11.193,24 ευρώ.

-Η μέση ετήσια δαπάνη για κάθε άτομο το 2020 ανήλθε στις 6.255,60 ευρώ, καταγράφοντας μείωση 9,9% (687,24 ευρώ ετησίως) σε σύγκριση με το 2019.

Από τις βασικές διαπιστώσεις της έρευνας προκύπτουν παράλληλα:

-Το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά:

*στα είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά (23,1%),

*στη στέγαση (15,3%), και

*στις μεταφορές (12,3%),

ενώ το μικρότερο μερίδιο (3,5%) αντιστοιχεί στις υπηρεσίες αναψυχής και πολιτισμού.

Η μεγαλύτερη αρνητική ποσοστιαία μεταβολή δαπανών των νοικοκυριών παρουσιάζεται κατά φθίνουσα κατάταξη, σε:

*αναψυχή και πολιτισμό (36,4%),

*εστιατόρια, καφενεία και ξενοδοχεία (35,4%),

*είδη ένδυσης και υπόδησης (27,4%),

ενώ η μικρότερη αρνητική ποσοστιαία μεταβολή παρουσιάζεται στη στέγαση (1,5%).

Αύξηση παρουσιάστηκε στις κατηγορίες:

*είδη διατροφής (4,2%),

*οινοπνευματώδη ποτά και καπνός (3,9%),

*εκπαίδευση (2,6%),

*υγεία (1,3%), και

*επικοινωνίες (0,8%).

Όσον αφορά στις δαπάνες για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά, η μεγαλύτερη αύξηση της μέσης μηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιμές) παρατηρείται στα παρακάτω είδη:

*καφές, τσάι και κακάο (9,3%),

*μεταλλικά νερά, αναψυκτικά, χυμοί (8,5%),

*φρούτα (8,1%),

*ζάχαρη, μαρμελάδες, μέλι, σιρόπια, σοκολάτα (6,7%),

*λοιπά είδη διατροφής (6,3%), και

*λαχανικά (5,9%),

ενώ η μικρότερη αύξηση της μέσης μηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιμές), παρατηρείται στα γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά (1,1%).

Τα νοικοκυριά με ένα άτομο μόνο, ηλικίας 65 ετών και άνω, δαπανούν κατά μέσο όρο το 49% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας, ενώ τα νοικοκυριά που αποτελούνται από ένα ζευγάρι με δυο παιδιά έως και 16 ετών δαπανούν κατά μέσο όρο το 150,7% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας.

Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν κατά μέσο όρο 1.085,33 ευρώ τον μήνα, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 1.404,28 ευρώ. Επομένως, τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν κατά μέσο όρο 22,7% λιγότερο από τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αστικές περιοχές.

Τα νοικοκυριά που διαμένουν στην Περιφέρεια Αττικής δαπανούν κατά μέσο όρο το 115,1% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας, ενώ αυτά που διαμένουν στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας το 70% αυτής. Τα νοικοκυριά που διαμένουν στην Περιφέρεια Αττικής μείωσαν τις δαπάνες τους κατά μέσο όρο 8,1%, ενώ αυτά που διαμένουν στις Περιφέρειες Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, και Στερεάς Ελλάδας κατά 13,5%.

Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι τα νοικοκυριά διαθέτουν: Τηλεόραση έγχρωμη (99,4%), Κινητό τηλέφωνο (93,8%), Σταθερό τηλέφωνο (84,4%), Προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή (70,7%), Επιβατηγό αυτοκίνητο ΙΧ, τουλάχιστον ένα (67,2%), Πλυντήριο πιάτων (38,1%), Καταψύκτη (32,2%), Δεύτερη κατοικία (15%) και Κλειστό χώρο στάθμευσης (13,2%), ενώ χρησιμοποιούν την κεντρική θέρμανση (πετρέλαιο, φυσικό αέριο κ.λπ.) ως κύρια πηγή θέρμανσης σε ποσοστό 55%.

Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιμές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 4,8 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (5,4 για το 2019). Ο δείκτης μειώνεται στο 3,5, όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη και οι τεκμαρτές δαπάνες (τελική καταναλωτική δαπάνη).

Τα νοικοκυριά του φτωχότερου 20% του πληθυσμού μείωσαν τις δαπάνες τους σε σχέση με το 2019 κατά 2,5%, ενώ τα νοικοκυριά του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού κατά 13%.

O κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 15,6% του πληθυσμού της χώρας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνο η ισοδύναμη δαπάνη με τρόπο κτήσεως την αγορά (17,1% το 2019), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 11,9% του πληθυσμού (12,2% το 2019) όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσεως (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ.).

Η μέση μηνιαία ισοδύναμη δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 34,7% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 35,9% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών, ενώ τα μη φτωχά το 22,2%.

Τέλος, σχετικά με τα καταναλωτικά πρότυπα στην Ευρώπη:

-Σε Ελλάδα, Ισπανία και Πολωνία το σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών (τρέχουσες τιμές) του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής και μη αλκοολούχα ποτά.

-Τα καταναλωτικά πρότυπα διαφέρουν για την Αυστρία και την Τσεχία, όπου καταγράφονται ως υψηλότερες οι δαπάνες που αφορούν στη στέγαση, ενώ για το Ηνωμένο Βασίλειο οι δαπάνες στις μεταφορές.

-Οι δαπάνες για εκπαίδευση κυμαίνονται από 1% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών στην Πολωνία και Τσεχία, έως 3,7% στην Ελλάδα.

-H Ελλάδα καταγράφει τη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία (8% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών), ενώ η μικρότερη καταγράφεται στο Ηνωμένο Βασίλειο με 1,3%.