Με σημαία «το κυνήγι του στρατηγικού κακοπληρωτή» θα πορευτούν οι τράπεζες και τους επόμενους μήνες προσδοκώντας δύο πράγματα. Πρώτον, να ανακτήσουν σημαντικά ποσά μέσω των πλειστηριασμών και δεύτερον εξαναγκάζοντας τους «έχοντες» να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη ώστε να αποφύγουν το «σφυρί».

Γράφει η ΤΡΑΠΕΖΟκόμος

Ειδικότερα σε ό,τι αφορά το σκέλος των πλειστηριασμών, 8 στα 10 ακίνητα φιλέτα θα παραμείνουν στα χέρια των τραπεζών ώστε να τα πουλήσουν αργότερα σε καλύτερες τιμές, καθώς υπάρχει ανοδική τάση στις εμπορικές τιμές συγκεκριμένης κατηγορίας ακινήτων (πχ. ξενοδοχεία).

Ζητούμενο για την κοινωνία ωστόσο και τη συντριπτική πλειοψηφία των δανειοληπτών που βρίσκονται σε οικονομική αδυναμία ή πληρώνουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις με θυσίες είναι αν η επιθετική πολιτική που θα ακολουθήσουν οι τράπεζες σε σχέση με τους «μπαταχτσήδες» έχει θετικό αντίκτυπο όχι μόνο στα βιβλία των τραπεζών αλλά και στους δανειολήπτες.

Όπως προκύπτει από τις αναφορές για τους αναθεωρημένους στόχους των δανείων που υπέβαλλαν στην ΤτΕ οι τράπεζες μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2017, το 30% των στεγαστικών δάνεια που βρίσκονται στην επικίνδυνη ζώνη (μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα) τελούν υπό το καθεστώς προστασίας του νόμου Κατσέλη/Σταθάκη. Με βάση τα ίδια στοιχεία το σύνολο των προβληματικών στεγαστικών δανείων είναι 27,8 δισ. ευρώ και θα πρέπει μέχρι το τέλος του 2019 να μειωθούν στα 20,6 δισ. ευρώ. Από αυτά τα 27,8 δισ. ευρώ τα 21,1 δισ. ευρώ είναι «κόκκινα», βρίσκονται δηλαδή σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών και στο τέλος του 2019, βάσει των στόχων θα πρέπει να μειωθούν στα 12,9 δισ. ευρώ.

Δηλαδή από τα 27,8 δισ. ευρώ, τα περίπου 8,3 δισ. ευρώ προστατεύονται από τον νόμο Κατσέλη/Σταθάκη για κάποιο χρονικό διάστημα, ανάλογα με το πότε έχει πάρει δικάσιμο ο δανειολήπτης.

Πόσοι είναι οι «στρατηγικοί κακοπλήρωτες» των στεγαστικών δανείων δεν είναι σαφές, καθώς οι τράπεζες περιορίζονται στο να κάνουν... ανεπίσημες εκτιμήσεις και περιμένουν να δουν πόσοι ήταν τελικά αυτοί που «τρύπωσαν» στον νόμο Κατσέλη/Σταθάκη χωρίς να το δικαιούνται.

Οι τράπεζες, επί του παρόντος τουλάχιστον, υποστηρίζουν ότι δεν τους συμφέρει, με καθαρά οικονομικούς όρους, να βγάλουν στο σφυρί τα σπίτια του κοσμάκη.

Το θέμα είναι αν έχουν στρατηγική ώστε να μην «κοκκινίσουν» κι άλλα δάνεια, αλλά να «πρασινίσουν», να γίνουν ξανά ενήμερα πολλά από αυτά.

Σκοπεύουν δηλαδή να κάνουν γενναίες ρυθμίσεις σε όλους εκείνους που βρέθηκαν από τη μια μέρα στην άλλη χωρίς δουλειά ή με «πετσοκομμένο» μισθό; Σκοπεύουν να ανταμείψουν, με κάποιο τρόπο, τον συνεπή δανειολήπτη.

Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία που έστειλαν οι τράπεζες στην ΤτΕ, μέχρι το τέλος του 2019 θα εστιάσουν στο τρίπτυχο: μακροχρόνιες ρυθμίσεις -με στόχο να επαναφέρουν στην κανονικότητα το 1 στα 2 «κόκκινα» δάνεια-, πλειστηριασμούς σχεδόν για το 100% των καταγγελμένων δανείων, αλλά και συνεργασία των πιστωτικών ιδρυμάτων ώστε να βρεθούν από «κοινού λύσεις» για τα μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια. Στόχος είναι στο τέλος του 2019, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα να έχουν υποχωρήσει στα 64,6 δισ. ευρώ, από τα 99,9 δισ. ευρώ του Σεπτεμβρίου φέτος.

Για να πετύχουν τον στόχο τους, μέχρι το τέλος του 2019 θα βγουν σε πλειστηριασμό:

Στεγαστικά δάνεια ύψους 2,9 δισ. ευρώ, ενώ θα ρυθμιστούν δάνεια ύψους 8,6 δισ. ευρώ και οι διαγραφές θα είναι 2,2 δισ. ευρώ.

Επιχειρηματικά δάνεια ύψους 7,5 δισ. ευρώ θα «βγουν» σε πλειστηριασμό, 9,9 δισ. ευρώ θα ρυθμιστούν, 7,3 δισ. ευρώ θα πουληθούν και 5,9 δισ. ευρώ θα διαγραφούν .

Οι τράπεζες, εξάλλου, με βάση της στοχοθεσία του προηγούμενου έτους κάνουν μεταστροφή σε ότι αφορά τις μακροπρόθεσμες λύσεις-ρυθμίσεις . Θέτουν λοιπόν ως στόχο την αύξηση αυτών των ρυθμίσεων και το εύρος του στόχου είναι πλέον 42%-50% το 2019 έναντι 20% - 33% στο δεύτερο τρίμηνο του 2017. Οι μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις προσφέρονται για περίοδο μεγαλύτερη των δύο ετών και υποδεικνύουν λύσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν έναν δανειολήπτη στη βιωσιμότητα και τελικά στην εξυπηρέτηση του δανείου.

Στα καταναλωτικά μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα οι τράπεζες τα υπολογίζουν στα 11,7 δισ ευρώ τον Δεκέμβριο φέτος και θα πρέπει να υποχωρήσουν στα 6,6 δισ ευρώ στο τέλος του 2019. Βασικά εργαλεία θα είναι οι διαγραφές και οι πωλήσεις αυτών των δανείων.

Σε αυτή την κατηγορία δανείων συμπεριλαμβάνονται ανοικτά καταναλωτικά δάνεια, λογαριασμοί υπερανάλυψης και οι πιστωτικές κάρτες καθώς και καταναλωτικά δάνεια με τοκοχρεολυτικό πρόγραμμα αποπληρωμής.

Τέλος, οι τράπεζες θα ενισχύσουν τις προσπάθειες για καταγγελίες των δανείων που βρίσκονται σε καθυστέρηση για πάνω από 2 χρόνια (άνω των 720 ημερών) και θα προσφύγουν σε ένδικα μέσα ώστε το ποσοστό των μη καταγγελμένων δανείων με καθυστέρηση άνω των 720 ημερών να μειωθεί δραστικά μέχρι το τέλος του 2019. Και συγκεκριμένα στο 0% με 6% για τις ΜΜΕ (από 10%-21% τον Ιούνιο 2017) και στο 2% με 13% για τις μεγάλες επιχειρήσεις (από το 16%-35% που ήταν τον Ιούνιο 2017).

Για το 92% με 99% των καταγγελμένων δανείων θα ασκηθούν ένδικα μέσα (πλειστηριασμοί) μέχρι το τέλος του 2019.